ματροπόλος

ματροπόλος
μᾱτροπόλος, -ον
1 attending to mothers ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (καταχρηστικῶς Schr., Pyth. Comm.) P. 3.9

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μητροπόλος — μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι ιέρειες τής μητέρας τών θεών, τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”