- ματροπόλος
- μᾱτροπόλος, -ον1 attending to mothers ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (καταχρηστικῶς Schr., Pyth. Comm.) P. 3.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μητροπόλος — μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι ιέρειες τής μητέρας τών θεών, τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… … Dictionary of Greek